- μαστεία
- μαστ-εία, ἡ,A inquiry,
μ. τεχνική Olymp. in Alc.p.192
C.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μ. τεχνική Olymp. in Alc.p.192
C.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαστεία — μαστείᾱ , μαστεία inquiry fem nom/voc/acc dual μαστείᾱ , μαστεία inquiry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστεία — μαστεία, ἡ (Α) [μαστεύω] αναζήτηση, έρευνα («διττὴ ἡ μαντεία, ἡ μὲν θεῑα..., ἡ δὲ τεχνική, ἥτις μαστεία λέγεται», Πλάτ.) … Dictionary of Greek